υποκατορύσσω

υποκατορύσσω
και αττ. τ. ὑποκατορύττω Α
(συν. το παθ.) ὑποκατορύσσομαι
σκάβομαι αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κατορύσσω «σκάβω, ανοίγω λάκκο, θάβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”